- κατοικοδημότης
- οθηλ. κατοικοδημότισσα κάτοικος και δημότης συνάμα ενός τόπου: Είναι κατοικοδημότης Καλαβρύτων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατοικοδημότης — ο, θηλ. κατοικοδημότις κάτοικος και δημότης μιας πόλης, γραμμένος στα μητρώα τού δήμου στον οποίο και κατοικεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτοικος + δημότης] … Dictionary of Greek